φιλολόγου

φιλολόγου
φιλόλογος
fond of words
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμμοδοχείο — το δοχείο που περιέχει άμμο και ειδικότερα: 1. δοχείο με λεπτή άμμο, η οποία ριχνόταν επάνω στα νωπά χειρόγραφα για να στεγνώσει η μελάνη 2. πτυελοδοχείο που περιέχει άμμο (αλλιώς αμμοθήκη και αμμουδερό). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε <… …   Dictionary of Greek

  • ερασμικός — ή, ό 1. (για την προφορά τής Αρχ. Ελληνικής) αυτός που ακολουθεί τη θεωρία τού Ολλανδού φιλολόγου Εράσμου 2. οπαδός τής απόψεως τού Εράσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Έρασμος + ικός (και όχι ιακός, απ’ όπου δημιουργήθηκε ο εσφ. τ. ερασμιακός) πρβλ. βενιζελ ικός,… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • Αλόνσο, Ντάμασο — (Damaso Alonso, Μαδρίτη 1898 – 1990). Ισπανός κριτικός, φιλόλογος και ποιητής. Υπήρξε μαθητής του Μενέντεθ Πιντάλ και με τη σειρά του δάσκαλος δύο γενεών κριτικών και ερευνητών, ιδιαίτερα στον τομέα της λογοτεχνίας των ρομανικών (νεολατινικών)… …   Dictionary of Greek

  • Αποστολάκης, Γεώργιος — (Καλαμάτα 1890 – Αθήνα 1964).Γιατρός και συγγραφέας έργων της ειδικότητάς του, αδελφός του φιλόλογου Γιάννη Αποστολάκη (βλ. λ.). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην ανατομική σε διάφορα ευρωπαϊκά ινστιτούτα (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλειάδης, Νίκος — (Χρυσούπολη Καβάλας 1942 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του φιλόλογου και συγγραφέα Ιορδάνη Βλαχόπουλου. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Γιουνγκ, Καρλ Γκούσταφ — (Karl Gustav Jung, Κέσβιλ, Τούργκαου 1875 – Κούσναχτ, Ζυρίχη 1961). Ελβετός ψυχολόγος και ψυχίατρος. Θεωρείται ο σημαντικότερος από τους ψυχαναλυτές που απομακρύνθηκαν από τον Φρόιντ. Το έργο του χαρακτηρίζεται από τον τεράστιο όγκο (περισσότεροι …   Dictionary of Greek

  • γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”